-
1 παραβατός
A to be overcome or overreached,Διὸς οὐ παρβατός ἐστιν φρήν A.Supp. 1048
(lyr.);κράτος παραβατὸν οὐδαμᾷ πέλει S.Ant. 874
(lyr.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παραβατός
См. также в других словарях:
παραβατός — ή, ό / παραβατός, ή, όν, Α και ποιητ. τ. παρβατός, ΝΜΑ [παραβαίνω] αυτός τον οποίο μπορεί κάποιος να παραβεί, να αθετήσει, να παραβιάσει («κράτος δ , ὅτῳ κράτος μέλει, παραβατὸν οὐδαμᾷ πέλει», Σοφ.) … Dictionary of Greek